ασσάριο

ασσάριο
Ορειχάλκινο νόμισμα των λαών της κεντρικής Ιταλίας, ιδιαίτερα των Ετρούσκων και Λατίνων, το οποίο έθεσε σε κυκλοφορία το νομισματοκοπείο της Ρώμης από τον 4o αι. π.Χ. Το α. ήταν χυτό και όχι κομμένο και συνήθως απεικόνιζε το κεφάλι του διπρόσωπου Ιανού και μια πλώρη καραβιού. Οι διαδοχικές μειώσεις του βάρους του, που από το αρχικό της μίας οσκολατινικής λίμπρας (272,87 γρ.) έφτασε μέχρι τα 10 γρ. της εποχής του Αυγούστου (που ισοδυναμούσε με το ένα τέταρτο του σηστέρτιου), δείχνουν την ονομαστική αξία που πήρε με το πέρασμα των αιώνων το ρωμαϊκό νόμισμα. To α. καταργήθηκε από τον Διοκλητιανό κατά τα τελευταία χρόνια του 3ου αι. μ.Χ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ημιασσάριον — ἡμιασσάριον, τὸ (Α) το ήμισυ ασσάριο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ασσάριο «ρωμαϊκό νόμισμα»] …   Dictionary of Greek

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • άσσος — I Αρχαία πόλη της Μυσίας, απέναντι από τη Λέσβο. Πρωτεύουσα των Λελέγων πριν από το 1000 π.Χ., έγινε έπειτα αποικία των Μηθυμναίων. Κυριεύτηκε από τους Λυδούς το 560 π.Χ. και από τους Πέρσες το 549 π.Χ. Μετά τους Μηδικούς πολέμους και έως το 405… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”