- ασσάριο
- Ορειχάλκινο νόμισμα των λαών της κεντρικής Ιταλίας, ιδιαίτερα των Ετρούσκων και Λατίνων, το οποίο έθεσε σε κυκλοφορία το νομισματοκοπείο της Ρώμης από τον 4o αι. π.Χ. Το α. ήταν χυτό και όχι κομμένο και συνήθως απεικόνιζε το κεφάλι του διπρόσωπου Ιανού και μια πλώρη καραβιού. Οι διαδοχικές μειώσεις του βάρους του, που από το αρχικό της μίας οσκολατινικής λίμπρας (272,87 γρ.) έφτασε μέχρι τα 10 γρ. της εποχής του Αυγούστου (που ισοδυναμούσε με το ένα τέταρτο του σηστέρτιου), δείχνουν την ονομαστική αξία που πήρε με το πέρασμα των αιώνων το ρωμαϊκό νόμισμα. To α. καταργήθηκε από τον Διοκλητιανό κατά τα τελευταία χρόνια του 3ου αι. μ.Χ.
Dictionary of Greek. 2013.